- ίεσις
- (I)ἴεσις, ἡ (Α)πορεία, κίνηση, μετάβαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ι-, μηδενισμένη βαθμίδα τού ρ. εἶμι (πρβλ. ι-έναι) + κατάλ. -εσις].————————(II)ἵεσις, ἡ (Α) [ίημι]ρίψη, ρίξιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱέσεως — ἱέσεω̆ς , ἵεσις throwing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)